χνόος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | χνόος > χνοῦς | οἱ | χνόοι > χνοῖ |
γενική | τοῦ | χνόου > χνοῦ | τῶν | χνόων > χνῶν |
δοτική | τῷ | χνόῳ > χνῷ | τοῖς | χνόοις > χνοῖς |
αιτιατική | τὸν | χνόον > χνοῦν | τοὺς | χνόους > χνοῦς |
κλητική ὦ! | χνόε > χνοῦ | χνόοι > χνοῖ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χνόω > χνώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χνόοιν > χνοῖν | ||
2η κλίση, ομάδα 'πλόος πλοῦς', Κατηγορία 'πλόος' όπως «πλόος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχνόος αρσενικό (συνηρημένο χνοῦς)
- λεπτό άχυρο
- το χνούδι στο ανθρώπινο σώμα, το τρίχωμα που δεν είναι ιδιαιτερα ανεπτυγμένο στα ζώα
- το χνούδι σε καρπούς και λουλούδια
- ο αφρός (στο στόμα του αλόγου, στην ακροθαλασσιά)
- ο κονιορτός, η σκόνη (μεταγενέστερη έννοια]]), το υπόλειμμα από το αλάτι της θάλασσας που μένει στο σώμα, η κρούστα
- το απομεινάρι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- χνόος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χνόος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.