χνοῦς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | χνόος > χνοῦς | οἱ | χνόοι > χνοῖ |
γενική | τοῦ | χνόου > χνοῦ | τῶν | χνόων > χνῶν |
δοτική | τῷ | χνόῳ > χνῷ | τοῖς | χνόοις > χνοῖς |
αιτιατική | τὸν | χνόον > χνοῦν | τοὺς | χνόους > χνοῦς |
κλητική ὦ! | χνόε > χνοῦ | χνόοι > χνοῖ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χνόω > χνώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χνόοιν > χνοῖν | ||
2η κλίση, ομάδα 'πλόος πλοῦς', Κατηγορία 'πλοῦς' όπως «πλοῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχνοῦς αρσενικό
- αττικός τύπος του χνόος (συνηρημένος τύπος)