χλωροκίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χλωροκίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική chloroquine < αρχαία ελληνική χλωρός + quinine < ισπανική quina < κέτσουα kina
Ουσιαστικό επεξεργασία
χλωροκίνη θηλυκό
- (φαρμακευτική) 4-αμινοκινολίνη (χημικός τύπος C18H26ClN3) που χρησιμοποιείται για την πρόληψη και τη θεραπεία της ελονοσίας
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Chloroquine στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
χλωροκίνη
|