Δείτε επίσης: χλωρίνη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χλωροκίνη οι χλωροκίνες
      γενική της χλωροκίνης των χλωροκινών
    αιτιατική τη χλωροκίνη τις χλωροκίνες
     κλητική χλωροκίνη χλωροκίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χλωροκίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική chloroquine < αρχαία ελληνική χλωρός + quinine < ισπανική quina < κέτσουα kina

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χλωροκίνη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία