Δείτε επίσης: Κινίνη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κινίνη οι κινίνες
      γενική της κινίνης των κινινών
    αιτιατική την κινίνη τις κινίνες
     κλητική κινίνη κινίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κινίνη < (άμεσο δάνειο) γαλλική quinine < ισπανική quina < κέτσουα kina

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ciˈni.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κι‐νί‐νη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κινίνη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία