κίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κίνα | οι | κίνες |
γενική | της | κίνας | των | κινών |
αιτιατική | την | κίνα | τις | κίνες |
κλητική | κίνα | κίνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κίνα < (άμεσο δάνειο) ισπανική quina
Ουσιαστικό
επεξεργασίακίνα θηλυκό