Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κινίνο τα κινίνα
      γενική του κινίνου των κινίνων
    αιτιατική το κινίνο τα κινίνα
     κλητική κινίνο κινίνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κινίνο < (άμεσο δάνειο) ιταλική chinina (θηλυκό που θεωρήθηκε πληθυντικός ουδετέρου)[1] < ισπανική quina < κέτσουα kina

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ciˈni.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κι‐νί‐νο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κινίνο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

εκφράσεις επεξεργασία

  • «αυτός ο καφές είναι κινίνο».

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία