χιονοσανίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χιονοσανίδα < χιονο- + σανίδα (① (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική snowboard· ② (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική snowboarding)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ço.no.saˈni.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νο‐σα‐νί‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχιονοσανίδα θηλυκό
- ειδική σανίδα που εφαρμόζει στα πόδια ενός αθλητή ή αθλούμενου, ώστε να κινείται με κάποιους τρόπους σε χιονισμένες επιφάνειες
- (αθλητισμός) σχετικό άθλημα με τη χρήση χιονοσανίδας (1)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άθλημα