χινοπωριάτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χινοπωριάτικος < χινόπωρ(ο) + -ιάτικος [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /çi.no.poɾˈʝa.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χι‐νο‐πω‐ριά‐τι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαχινοπωριάτικος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- χινοπωριάτικα (επίρρημα)
- → δείτε τις λέξεις χινόπωρο, φθινόπωρο, φθίνω και οπώρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία χινοπωριάτικος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χινοπωριάτικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας