χινοπωριάτικων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαχινοπωριάτικων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του χινοπωριάτικος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του χινοπωριάτικος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του χινοπωριάτικος