χιλιογραμμόμετρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χιλιογραμμόμετρο | τα | χιλιογραμμόμετρα |
γενική | του | χιλιογραμμόμετρου & χιλιογραμμομέτρου |
των | χιλιογραμμόμετρων & χιλιογραμμομέτρων |
αιτιατική | το | χιλιογραμμόμετρο | τα | χιλιογραμμόμετρα |
κλητική | χιλιογραμμόμετρο | χιλιογραμμόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χιλιογραμμόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: kilogram-metre < αρχαία ελληνική χίλιοι, χιλιο- + γραμμό- (γράφω) + -μετρο (μέτρον)
Ουσιαστικό επεξεργασία
χιλιογραμμόμετρο ουδέτερο
- (φυσική) μονάδα μέτρησης ενέργειας, ίση με τη δύναμη που ασκεί ένα σώμα ενός κιλού που επενεργεί σε απόσταση ενός μέτρου
Μεταφράσεις επεξεργασία
χιλιογραμμόμετρο