↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χερουβικός η χερουβική το χερουβικό
      γενική του χερουβικού της χερουβικής του χερουβικού
    αιτιατική τον χερουβικό τη χερουβική το χερουβικό
     κλητική χερουβικέ χερουβική χερουβικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χερουβικοί οι χερουβικές τα χερουβικά
      γενική των χερουβικών των χερουβικών των χερουβικών
    αιτιατική τους χερουβικούς τις χερουβικές τα χερουβικά
     κλητική χερουβικοί χερουβικές χερουβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χερουβικός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή χερουβικόν

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /çe.ɾu.viˈkos/

  Επίθετο

επεξεργασία

χερουβικός

  1. σχετικός με τα χερουβείμ
    Χερουβικός Ύμνος
  2. (μεταφορικά) πολύ όμορφος
    Έχει χερουβικά μάτια [1]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία