Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χερουβείμ < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή כרוב (χερουβ, στον ενικό)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /çe.ɾuˈvim/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χε‐ρου‐βίμ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Χερουβείμ και Χερουβίμ ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία