ενικός         πληθυντικός  
chérubin chérubins

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

chérubin (fr) αρσενικό

  1. χερουβίμ
  2. (οικείο) παιδί, « αγγελούδι »
    nos chers chérubins - τα αγαπημένα μας αγγελούδια