kerubo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kerubo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kerubo | keruboj |
αιτιατική | kerubon | kerubojn |
kerubo (eo)
- το χερουβίμ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kerubo | keruboj |
αιτιατική | kerubon | kerubojn |
kerubo (eo)