χειρομορφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χειρομορφία < χειρο- + -μορφία (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική chirality)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχειρομορφία θηλυκό
- (χημεία, φυσική, μαθηματικά) η ιδιότητα ορισμένων αντικειμένων ή μορίων να μην είναι ταυτόσημα με το κατοπτρικό τους είδωλο, δηλαδή να μην μπορούν να επικαλυφθούν πλήρως με το είδωλό τους στον καθρέφτη