Δείτε επίσης: χύλωμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χείλωμα τα χειλώματα
      γενική του χειλώματος των χειλωμάτων
    αιτιατική το χείλωμα τα χειλώματα
     κλητική χείλωμα χειλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. χείλωμα < ελληνιστική κοινή χείλωμα < αρχαία ελληνική χεῖλος
  2. χείλωμα < χειλώνω + -μα < χείλος + -ώνω < αρχαία ελληνική χεῖλος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈçi.lo.ma/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χείλωμα ουδέτερο

    1. η απόληξη μιας επιφάνειας ή ενός πράγματος, που μοιάζει με χείλος
    2. (ειδικότερα) η απόληξη ενός νομίσματος, που μοιάζει με χείλος
  1. (ιδιωματικό) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χειλώνω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία