χείλωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χείλωμα < ελληνιστική κοινή χείλωμα < αρχαία ελληνική χεῖλος
- χείλωμα < χειλώνω + -μα < χείλος + -ώνω < αρχαία ελληνική χεῖλος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχείλωμα ουδέτερο
- η απόληξη μιας επιφάνειας ή ενός πράγματος, που μοιάζει με χείλος
- (ειδικότερα) η απόληξη ενός νομίσματος, που μοιάζει με χείλος
- (ιδιωματικό) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χειλώνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χείλωμα
|