χαϊδιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χαϊδιάρης | η | χαϊδιάρα | το | χαϊδιάρικο |
γενική | του | χαϊδιάρη | της | χαϊδιάρας | του | χαϊδιάρικου |
αιτιατική | τον | χαϊδιάρη | τη | χαϊδιάρα | το | χαϊδιάρικο |
κλητική | χαϊδιάρη | χαϊδιάρα | χαϊδιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χαϊδιάρηδες | οι | χαϊδιάρες | τα | χαϊδιάρικα |
γενική | των | χαϊδιάρηδων | — | των | χαϊδιάρικων | |
αιτιατική | τους | χαϊδιάρηδες | τις | χαϊδιάρες | τα | χαϊδιάρικα |
κλητική | χαϊδιάρηδες | χαϊδιάρες | χαϊδιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχαϊδιάρης, -α, -ικο
- (σπάνιο) άλλη μορφή του χαδιάρης
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαϊδιάρης
→ δείτε τη λέξη χαδιάρης |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χαϊδιάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας