↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαϊδιάρης η χαϊδιάρα το χαϊδιάρικο
      γενική του χαϊδιάρη της χαϊδιάρας του χαϊδιάρικου
    αιτιατική τον χαϊδιάρη τη χαϊδιάρα το χαϊδιάρικο
     κλητική χαϊδιάρη χαϊδιάρα χαϊδιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαϊδιάρηδες οι χαϊδιάρες τα χαϊδιάρικα
      γενική των χαϊδιάρηδων των χαϊδιάρικων
    αιτιατική τους χαϊδιάρηδες τις χαϊδιάρες τα χαϊδιάρικα
     κλητική χαϊδιάρηδες χαϊδιάρες χαϊδιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαϊδιάρης < χάιδ(ι) + -ιάρης[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

χαϊδιάρης, -α, -ικο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία