↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαδιάρης η χαδιάρα το χαδιάρικο
      γενική του χαδιάρη της χαδιάρας του χαδιάρικου
    αιτιατική τον χαδιάρη τη χαδιάρα το χαδιάρικο
     κλητική χαδιάρη χαδιάρα χαδιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαδιάρηδες οι χαδιάρες τα χαδιάρικα
      γενική των χαδιάρηδων των χαδιάρικων
    αιτιατική τους χαδιάρηδες τις χαδιάρες τα χαδιάρικα
     κλητική χαδιάρηδες χαδιάρες χαδιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαδιάρης < χάδι

  Επίθετο

επεξεργασία

χαδιάρης -α -ικο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία