χαρτονένιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χαρτονένιος | η | χαρτονένια | το | χαρτονένιο |
γενική | του | χαρτονένιου | της | χαρτονένιας | του | χαρτονένιου |
αιτιατική | τον | χαρτονένιο | τη | χαρτονένια | το | χαρτονένιο |
κλητική | χαρτονένιε | χαρτονένια | χαρτονένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χαρτονένιοι | οι | χαρτονένιες | τα | χαρτονένια |
γενική | των | χαρτονένιων | των | χαρτονένιων | των | χαρτονένιων |
αιτιατική | τους | χαρτονένιους | τις | χαρτονένιες | τα | χαρτονένια |
κλητική | χαρτονένιοι | χαρτονένιες | χαρτονένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαχαρτονένιος < χαρτόν(ι) + -ένιος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xaɾ.toˈne.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαρ‐το‐νέ‐νιος
Επίθετο
επεξεργασίαχαρτονένιος, -α, -ο
- φτιαγμένος από χαρτόνι
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χαρτονένιος
|
Πηγές
επεξεργασία- χαρτονένιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας