↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαρτονένιος η χαρτονένια το χαρτονένιο
      γενική του χαρτονένιου της χαρτονένιας του χαρτονένιου
    αιτιατική τον χαρτονένιο τη χαρτονένια το χαρτονένιο
     κλητική χαρτονένιε χαρτονένια χαρτονένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαρτονένιοι οι χαρτονένιες τα χαρτονένια
      γενική των χαρτονένιων των χαρτονένιων των χαρτονένιων
    αιτιατική τους χαρτονένιους τις χαρτονένιες τα χαρτονένια
     κλητική χαρτονένιοι χαρτονένιες χαρτονένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

χαρτονένιος < χαρτόν(ι) + -ένιος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xaɾ.toˈne.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαρ‐το‐νέ‐νιος

  Επίθετο

επεξεργασία

χαρτονένιος, -α, -ο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία