↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαμοκέλα οι χαμοκέλες
      γενική της χαμοκέλας των (χαμοκελών)
    αιτιατική τη χαμοκέλα τις χαμοκέλες
     κλητική χαμοκέλα χαμοκέλες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαμοκέλα < χαμο- + κέλλα < λατινική cella

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαμοκέλα θηλυκό

  • το φτωχόσπιτο, το χαμόσπιτο, η καλύβα
    ※  Βολεύτηκαν - στριμώχτηκαν οι δυο τους στη χαμοκέλα που νοίκιασαν. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
    ※  Με την πλουμιστή από τη μια μεριά εικόνα των παλιών και νέων αρχοντόσπιτων στο κέντρο της, με τη θλιβερή, από την άλλη μεριά, σκιά που έπεφτε πάνω στις γειτονιές της, με τις χαμοκέλες και τα τενεκεδόσπιτά τους , όπου καταφεύγανε οι φτωχάνθρωποι της δουλειάς και της ανέχειας. (Μπάμπης Κλάρας, Η περιπέτεια ενός ανθρώπου του 20ου αιώνα: μυθιστορηματική βιογραφία, 1985, σελ. 113)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία