Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φτωχόσπιτο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
φτωχόσπιτ
ο
τα
φτωχόσπιτ
α
γενική
του
φτωχόσπιτ
ου
των
φτωχόσπιτ
ων
αιτιατική
το
φτωχόσπιτ
ο
τα
φτωχόσπιτ
α
κλητική
φτωχόσπιτ
ο
φτωχόσπιτ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φτωχόσπιτο
<
φτωχό-
+
σπίτ(ι)
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φτωχόσπιτο
ουδέτερο
το
φτωχικό
σπίτι, το σπίτι του
φτωχού
, το
φτωχικό
Αντώνυμα
επεξεργασία
πλουσιόσπιτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φτωχόσπιτο
→
δείτε
τη λέξη
φτωχικό