Ετυμολογία

επεξεργασία
χαμαίμηλον < ελληνιστική κοινή χαμαίμηλον < αρχαία ελληνική χαμαί + μῆλον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαμαίμηλον ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χαμαίμηλον τὰ χαμαίμηλ
      γενική τοῦ χαμαιμήλου τῶν χαμαιμήλων
      δοτική τῷ χαμαιμήλ τοῖς χαμαιμήλοις
    αιτιατική τὸ χαμαίμηλον τὰ χαμαίμηλ
     κλητική ! χαμαίμηλον χαμαίμηλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χαμαιμήλω
γεν-δοτ τοῖν  χαμαιμήλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαμαίμηλον (ελληνιστική κοινή) < χαμαί + μῆλον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαμαίμηλον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • χαμομήλι
    ※  1ος κε αιώνας Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 3, 137.1 @scaife.perseus
    ἀνθεμίς· οἱ δὲ λευκάνθεμον, οἱ δὲ ἠράνθεμον, ἐπεὶ [*] [*] [*] [*] [*] [*] [*] ἔαρος ἀνθεῖ, οἱ δὲ χαμαίμηλον διὰ τὴν πρὸς τὰ μῆλα ὁμοιότητα τῆς ὀσμῆς, οἱ δὲ μηλάνθεμον, οἱ δὲ χρυσοκαλλίαν, οἱ δὲ καλλίαν καλοῦσι.
    ※  2ος κε αιώνας Γαληνός, De simplicium medicamentorum temperamentis ac facultatibus I-VI, 6.1.47 @scaife.perseus
    [μζ. Περὶ ἀνθεμίδος.] Ἀνθεμὶς ἢ χαμαίμηλον. εἴρηται μὲν κᾀν τῷ τρίτῳ γράμματι περὶ ταύτης τῆς πόας ἐπὶ πλέον. εἰρήσεται δὲ καὶ νῦν ἐν κεφαλῇ, ὡς ξηραίνει καὶ θερμαίνει κατὰ τὴν πρώτην τάξιν.

Συγγενικά

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

χαμαίμηλον (ελληνιστική κοινή)

μεσαιωνικά ελληνικά: χαμόμηλον
νέα ελληνικά: χαμομήλι
λατινικά: chamaemēlon
μεσαιωνικά λατινικά: camomilla
γερμανικά: Kamille
πορτογαλικά: camomila
υστερολατινικά: camomilla
ιταλικά: camomilla
ισπανικά: camomila
παλαιά γαλλικά: camomille
μέση αγγλική: camamille
αγγλικά: camomile