χαμαίμηλον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαμαίμηλον < ελληνιστική κοινή χαμαίμηλον < αρχαία ελληνική χαμαί + μῆλον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαμαίμηλον ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαμαίμηλον
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- χαμαίμηλον - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- χαμομήλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | χαμαίμηλον | τὰ | χαμαίμηλᾰ | ||||
γενική | τοῦ | χαμαιμήλου | τῶν | χαμαιμήλων | ||||
δοτική | τῷ | χαμαιμήλῳ | τοῖς | χαμαιμήλοις | ||||
αιτιατική | τὸ | χαμαίμηλον | τὰ | χαμαίμηλᾰ | ||||
κλητική ὦ! | χαμαίμηλον | χαμαίμηλᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χαμαιμήλω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | χαμαιμήλοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαμαίμηλον (ελληνιστική κοινή) < χαμαί + μῆλον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαμαίμηλον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- χαμομήλι
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 3, 137.1 @scaife.perseus
- ἀνθεμίς· οἱ δὲ λευκάνθεμον, οἱ δὲ ἠράνθεμον, ἐπεὶ [*] [*] [*] [*] [*] [*] [*] ἔαρος ἀνθεῖ, οἱ δὲ χαμαίμηλον διὰ τὴν πρὸς τὰ μῆλα ὁμοιότητα τῆς ὀσμῆς, οἱ δὲ μηλάνθεμον, οἱ δὲ χρυσοκαλλίαν, οἱ δὲ καλλίαν καλοῦσι.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De simplicium medicamentorum temperamentis ac facultatibus I-VI, 6.1.47 @scaife.perseus
- [μζ. Περὶ ἀνθεμίδος.] Ἀνθεμὶς ἢ χαμαίμηλον. εἴρηται μὲν κᾀν τῷ τρίτῳ γράμματι περὶ ταύτης τῆς πόας ἐπὶ πλέον. εἰρήσεται δὲ καὶ νῦν ἐν κεφαλῇ, ὡς ξηραίνει καὶ θερμαίνει κατὰ τὴν πρώτην τάξιν.
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 3, 137.1 @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασίαΑπόγονοι
επεξεργασίαχαμαίμηλον (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- χαμαίμηλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.