χήν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | χήν | οἱ/αἱ | χῆνες |
γενική | τοῦ/τῆς | χηνός | τῶν | χηνῶν |
δοτική | τῷ/τῇ | χηνῐ́ | τοῖς/ταῖς | χησῐ́(ν) |
αιτιατική | τὸν/τὴν | χῆνᾰ | τοὺς/τὰς | χῆνᾰς & χένας(ανώμαλο) |
κλητική ὦ! | χήν | χῆνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χῆνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χηνοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'μήν' όπως «μήν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χήν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰh₂éns (χήνα). Συγγενές με: (λατινικά) anser, (σανσκριτικά) हंस (haṃsa), (ρωσικά) гусь (gus'), (παλαιά ιρλανδικά) géiss και (αγγλοσαξονικά) gōs, (αγγλικά goose)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχήν αρσενικό ή θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χήν - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χήν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.