Ετυμολογία

επεξεργασία
γάλακτι χηνός <  δείτε τη λέξη γάλα στη δοτική ενικού & χήν στη γενική ενικού

γάλακτι χηνός

  • από γάλα χήνας (έκφραση για απίστευτη, απίθανη πολυτέλεια)
      4ος αιώνας πκε Εύβουλος, κωμωδιογράφος, Αποσπάσματα, 90, 5 @books.google & στον Αθήναιο, Δειπνοσοφισταί, 12,78 @scaife.perseus
    εἶτα χόνδρον αὐτῷ δεύσετε γάλακτι χηνός.
    και το χυλό να τον ανακατέψετε με γάλα χήνας

Δείτε επίσης

επεξεργασία