anser
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- anser < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰans-. Συγγενές με το (αρχαία ελληνική) χήν, το (σανσκριτικά) हंस (haṃsa), το (ρωσικά) гусь (gus'), το (παλαιά ιρλανδικά) géiss και το (αγγλοσαξονικά) gōs (αγγλικά goose)
Ουσιαστικό επεξεργασία
anser (la) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anser | anserēs |
γενική | anseris | anserum |
δοτική | anserī | anseribus |
αιτιατική | anserem | anserēs |
κλητική | anser | anserēs |
αφαιρετική | ansere | anseribus |