Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάπατο τα χάπατα
      γενική του χάπατου των χάπατων
    αιτιατική το χάπατο τα χάπατα
     κλητική χάπατο χάπατα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χάπατο < (ίσως) ισπανική jabato (xaˈβato, απερίσκεπτα θαρραλέος) < αραβική جَبَلِيّ (βουνίσιος) < αραβική جَبَل (βουνό)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χάπατο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία