χάπατο
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χάπατο | τα | χάπατα |
γενική | του | χάπατου | των | χάπατων |
αιτιατική | το | χάπατο | τα | χάπατα |
κλητική | χάπατο | χάπατα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- χάπατο < (ίσως) ισπανική jabato (xaˈβato, απερίσκεπτα θαρραλέος) < αραβική جَبَلِيّ (βουνίσιος) < αραβική جَبَل (βουνό)[1]
Ουσιαστικό
χάπατο ουδέτερο
Μεταφράσεις
- ↑ ίσως < τουρκική *hapat -ο < kapat (αποκτώ με τέχνασμα): χάπατο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας