χάνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χάνος | οι | χάνοι |
γενική | του | χάνου | των | χάνων |
αιτιατική | τον | χάνο | τους | χάνους |
κλητική | χάνε | χάνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- χάνος < μεταγενέστερη μορφή του χάννος
Προφορά 1 επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈxa.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χά‐νος
Ουσιαστικό 2 επεξεργασία
χάνος αρσενικό
- (ιχθυολογία) ψάρι το οποίο ανήκει στην οικογένεια των περκοειδών και, ειδικότερα, των σερρενιδών
- (προφορικό) ο άνθρωπος που μένει άφωνος από αμηχανία, αφέλεια ή έκπληξη και κυττάζει με ανόητο τρόπο, ο χαζός
Μεταφράσεις επεξεργασία
χάνος
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
Προφορά 2 επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈxa.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χά‐νος
Ουσιαστικό 2 επεξεργασία
χάνος αρσενικό
- άλλη μορφή του χαν
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη χαν
Μεταφράσεις επεξεργασία
χάνος
|
Πηγές επεξεργασία
- χάνος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)