Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φῡλοπιδ-
ονομαστική φύλοπις αἱ φυλόπιδες
      γενική τῆς φυλόπιδος τῶν φυλοπίδων
      δοτική τῇ φυλόπιδ ταῖς φυλόπισ(ν)
    αιτιατική τὴν φύλοπιν
φυλόπιδα
τὰς φυλόπιδᾰς
     κλητική ! φύλοπι φυλόπιδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φυλόπιδε
γεν-δοτ τοῖν  φυλοπίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φύλοπις: επική λέξη που από την αρχαιότητα ετυμολογήθηκε με φυλ- (< φῦλον) + ὄπα / ὄσσα < ὄψ στη σημασία φωνή), ετυμολόγηση που δεν είναι πειστική κατά τον Beekes[1] ούτε σημασιολογικά, ούτε μορφολογικά (αναμενόμενος τύπος θα ήταν *φυλωπις). Προτείνει με βεβαιότητα προελληνική προέλευση. Άλλοι φιλόλογοι, συνέδεσαν το δεύτερο συνθετικό με τη λατινική ops, opus, αρχαία ελληνική ὄπις (στην αρνητική σημασία).

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φύλοπις, -ιδος θηλυκό, επικός τύπος

  Αναφορές επεξεργασία

  1. φύλοπις σελ. 1597 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

  Πηγές επεξεργασία