ορυμαγδός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορυμαγδός < αρχαία ελληνική ὀρυμαγδός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορυμαγδός αρσενικό
- οχλαγωγία, θόρυβος, καταιγισμός (συνήθως με όχι καλή έννοια)
Δείτε επίσης : ὀρυμαγδός |
ορυμαγδός αρσενικό