γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική αἰνός αἰνή τὸ αἰνόν
      γενική τοῦ αἰνοῦ τῆς αἰνῆς τοῦ αἰνοῦ
      δοτική τῷ αἰν τῇ αἰν τῷ αἰν
    αιτιατική τὸν αἰνόν τὴν αἰνήν τὸ αἰνόν
     κλητική ! αἰνέ αἰνή αἰνόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ αἰνοί αἱ αἰναί τὰ αἰνᾰ́
      γενική τῶν αἰνῶν τῶν αἰνῶν τῶν αἰνῶν
      δοτική τοῖς αἰνοῖς ταῖς αἰναῖς τοῖς αἰνοῖς
    αιτιατική τοὺς αἰνούς τὰς αἰνᾱ́ς τὰ αἰνᾰ́
     κλητική ! αἰνοί αἰναί αἰνᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αἰνώ τὼ αἰνᾱ́ τὼ αἰνώ
      γεν-δοτ τοῖν αἰνοῖν τοῖν αἰναῖν τοῖν αἰνοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αἰνός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

αἰνός, -ή, -όν, συγκριτικός:αἰνότερος, υπερθετικός: αἰνότατος, ιωνικός και ποιητικός τύπος

Παράγωγα

επεξεργασία