αἰνός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | αἰνός | ἡ | αἰνή | τὸ | αἰνόν |
γενική | τοῦ | αἰνοῦ | τῆς | αἰνῆς | τοῦ | αἰνοῦ |
δοτική | τῷ | αἰνῷ | τῇ | αἰνῇ | τῷ | αἰνῷ |
αιτιατική | τὸν | αἰνόν | τὴν | αἰνήν | τὸ | αἰνόν |
κλητική ὦ! | αἰνέ | αἰνή | αἰνόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | αἰνοί | αἱ | αἰναί | τὰ | αἰνᾰ́ |
γενική | τῶν | αἰνῶν | τῶν | αἰνῶν | τῶν | αἰνῶν |
δοτική | τοῖς | αἰνοῖς | ταῖς | αἰναῖς | τοῖς | αἰνοῖς |
αιτιατική | τοὺς | αἰνούς | τὰς | αἰνᾱ́ς | τὰ | αἰνᾰ́ |
κλητική ὦ! | αἰνοί | αἰναί | αἰνᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰνώ | τὼ | αἰνᾱ́ | τὼ | αἰνώ |
γεν-δοτ | τοῖν | αἰνοῖν | τοῖν | αἰναῖν | τοῖν | αἰνοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αἰνός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααἰνός, -ή, -όν, συγκριτικός :αἰνότερος, υπερθετικός : αἰνότατος, ιωνικός και ποιητικός τύπος
- δεινός, φοβερός, φρικτός, τρομακτικός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 20 (Υ. Θεομαχία.), στίχ. 44
- Τρῶας δὲ τρόμος αἰνὸς ὑπήλυθε γυῖα ἕκαστον,
- Αλλά των Τρώων έπιασε τρόμος φρικτός τα μέλη,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Τρῶας δὲ τρόμος αἰνὸς ὑπήλυθε γυῖα ἕκαστον,
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 227 (226-227)
- δεινὴ δὲ περὶ κροτάφοισι ἄνακτος | κεῖτ᾽ Ἄιδος κυνέη νυκτὸς ζόφον αἰνὸν ἔχουσα.
- Και φοβερή στου βασιλιά τούς κρόταφους ολόγυρα | του Άδη βρισκόταν η καλύπτρα με το φρικτό της νύχτας ζόφο.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- δεινὴ δὲ περὶ κροτάφοισι ἄνακτος | κεῖτ᾽ Ἄιδος κυνέη νυκτὸς ζόφον αἰνὸν ἔχουσα.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 264 (264-265)
- πὰρ δ᾽ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή τε καὶ αἰνή, | χλωρὴ ἀυσταλέη λιμῷ καταπεπτηυῖα,
- Στο πλάι στεκότανε κι η Καταχνιά, ελεεινή και φοβερή, | ωχρή, ξερή, από την πείνα ζαρωμένη,
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- πὰρ δ᾽ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή τε καὶ αἰνή, | χλωρὴ ἀυσταλέη λιμῷ καταπεπτηυῖα,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 11. Θρασυδαίῳ Θηβαίῳ παιδὶ σταδιεῖ, 56 (11.56-11.57)
- εἴ τις ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν | ἀπέφυγεν,
- Την κορυφή τους αν κανείς αγγίξει, γαλήνια ζώντας | κι αποφεύγοντας την άγρια υπεροψία,
- Μετάφραση (1994), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- εἴ τις ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν | ἀπέφυγεν,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 20 (Υ. Θεομαχία.), στίχ. 44
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αἰνός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἰνός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.