φωτόσημο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φωτόσημο | τα | φωτόσημα |
γενική | του | φωτόσημου | των | φωτόσημων |
αιτιατική | το | φωτόσημο | τα | φωτόσημα |
κλητική | φωτόσημο | φωτόσημα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφωτόσημο ουδέτερο
- φωτεινό σήμα διαφόρων χρωμάτων που ρυθμίζει την κυκλοφορία τρένων κ.λπ.
- ※ «To 2007 ξεκίνησε το σύστημα τηλεδιοίκησης μεταξύ Δομοκού – Πλατέος. Με αυτό το σύστημα από το γραφείο της διοίκησης βλέπαμε σε πίνακα πού ήταν η κάθε αμαξοστοιχία, πού θα πηγαίνει κάθε αμαξοστοιχία, πού θα σταματήσει, σε ποιο σταθμό θα κάνει διασταύρωση. Υπήρχε μια κεντρική οθόνη και είχαμε και υπολογιστές μπροστά μας και κάναμε τις αλλαγές αιχμών, γυρίζαμε δηλαδή τα κλειδιά πού θα μπει η κάθε αμαξοστοιχία και χαράζαμε την γραμμή για να προσεγγίσει το φωτόσημο και να αναχωρήσει η αμαξοστοιχία», αναφέρει και προσθέτει με νόημα «τα τρένα τα βλέπαμε. Σε κάθε σημείο που περνούσαν κοκκίνιζε το τμήμα αυτό, το βλέπαμε στην οθόνη. Από το Πλατύ μέχρι τον Δομοκό το τρένο το έβλεπα. Με την επαφή που γινόταν πάνω στη γραμμή το τμήμα αυτό κοκκίνιζε». (https://www.efsyn.gr 02.03.2023)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φωτόσημο
|