Δείτε επίσης: φωτόσημα, φωτόσημο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτοσήμανση οι φωτοσημάνσεις
      γενική της φωτοσήμανσης* των φωτοσημάνσεων
    αιτιατική τη φωτοσήμανση τις φωτοσημάνσεις
     κλητική φωτοσήμανση φωτοσημάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φωτοσημάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτοσήμανση < φωτο- + σήμανση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωτοσήμανση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • φωτοσήμανσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)