φωτοχρωμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωτοχρωμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική photochrome < αρχαία ελληνική φωτο- + χρῶμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωτοχρωμία θηλυκό
- (παρωχημένο, φωτογραφία) έγχρωμη εικόνα που παράγεται από ασπρόμαυρα φωτογραφικά αρνητικά μέσω της άμεσης φωτογραφικής μεταφοράς ενός αρνητικού σε λιθογραφικές πλάκες εκτύπωσης
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Photochrom στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία φωτοχρωμία