↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτοχρωμία οι φωτοχρωμίες
      γενική της φωτοχρωμίας των φωτοχρωμιών
    αιτιατική τη φωτοχρωμία τις φωτοχρωμίες
     κλητική φωτοχρωμία φωτοχρωμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φωτοχρωμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική photochrome < αρχαία ελληνική φωτο- + χρῶμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φωτοχρωμία θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία