Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωτοηλεκτρικός η φωτοηλεκτρική το φωτοηλεκτρικό
      γενική του φωτοηλεκτρικού της φωτοηλεκτρικής του φωτοηλεκτρικού
    αιτιατική τον φωτοηλεκτρικό τη φωτοηλεκτρική το φωτοηλεκτρικό
     κλητική φωτοηλεκτρικέ φωτοηλεκτρική φωτοηλεκτρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωτοηλεκτρικοί οι φωτοηλεκτρικές τα φωτοηλεκτρικά
      γενική των φωτοηλεκτρικών των φωτοηλεκτρικών των φωτοηλεκτρικών
    αιτιατική τους φωτοηλεκτρικούς τις φωτοηλεκτρικές τα φωτοηλεκτρικά
     κλητική φωτοηλεκτρικοί φωτοηλεκτρικές φωτοηλεκτρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτοηλεκτρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική photoélectrique < φῶς + ἤλεκτρον

  Επίθετο επεξεργασία

φωτοηλεκτρικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία