φωτοδίοδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωτοδίοδος < αγγλική photodiode < αρχαία ελληνική φωτο- (<φῶς) + δίοδος (<διά + ὁδός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωτοδίοδος θηλυκό
- (νεολογισμός) (τεχνολογία) δίοδος που συμβάλλει στην δημιουργία διαφοράς δυναμικού στα δύο της άκρα, με αποτέλεσμα την εκπομπή φωτός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φωτοδίοδος