φωτογραφείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωτογραφείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα φωτογραφεῖον. Μορφολογικά αναλύεται σε φωτογράφ(ος) + -είο[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωτογραφείο ουδέτερο
- το εργαστήριο του φωτογράφου, όπου συχνά παίρνει φωτογραφίες, αλλά και όπου τις τυπώνει
- κατάστημα πώλησης φωτογραφικών ειδών
Συγγενικά
επεξεργασία- φωτογραφία
- φωτογραφικός
- φωτογράφος
- → δείτε και τις λέξεις φωτογράφος, φως και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία φωτογραφείο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φωτογραφείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας