φωσφορομολυβδαινικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωσφορομολυβδαινικός < φωσφορομολυβδαίνιο + -ικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική phosphomolybdique ή phosphomolybique < αρχαία ελληνική φωσφόρος + μόλυβδος
Επίθετο επεξεργασία
φωσφορομολυβδαινικός
- (χημεία): ο σχετικός με φωσφορομολυβδαίνιο (συνδυασμό φωσφορικού οξέος και μολυβδαινικού ανυδρίτη)
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωσφορομολυβδαινικός