φωσφατωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωσφατωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φωσφατώνω
Μετοχή επεξεργασία
φωσφατωμένος, -η, -ο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωσφατωμένος
|