Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωσφατωμένος η φωσφατωμένη το φωσφατωμένο
      γενική του φωσφατωμένου της φωσφατωμένης του φωσφατωμένου
    αιτιατική τον φωσφατωμένο τη φωσφατωμένη το φωσφατωμένο
     κλητική φωσφατωμένε φωσφατωμένη φωσφατωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωσφατωμένοι οι φωσφατωμένες τα φωσφατωμένα
      γενική των φωσφατωμένων των φωσφατωμένων των φωσφατωμένων
    αιτιατική τους φωσφατωμένους τις φωσφατωμένες τα φωσφατωμένα
     κλητική φωσφατωμένοι φωσφατωμένες φωσφατωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωσφατωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φωσφατώνω

  Μετοχή επεξεργασία

φωσφατωμένος, -η, -ο

  1. που έχει υποστεί φωσφάτωση
  2. (χημεία) που φέρει επίστρωση φωσφορικών αλάτων

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία