φωσφατωμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
φωσφατωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του φωσφατωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του φωσφατωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φωσφατωμένος