φωσφατώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
φωσφατώνω, πρτ.: φωσφάτωνα, στ.μέλλ.: θα φωσφατώσω, αόρ.: φωσφάτωσα, παθ.φωνή: φωσφατώνομαι, μτχ.π.π.: φωσφατωμένος
- διενεργώ φωσφάτωση
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φωσφατώνω | φωσφάτωνα | θα φωσφατώνω | να φωσφατώνω | φωσφατώνοντας | |
β' ενικ. | φωσφατώνεις | φωσφάτωνες | θα φωσφατώνεις | να φωσφατώνεις | φωσφάτωνε | |
γ' ενικ. | φωσφατώνει | φωσφάτωνε | θα φωσφατώνει | να φωσφατώνει | ||
α' πληθ. | φωσφατώνουμε | φωσφατώναμε | θα φωσφατώνουμε | να φωσφατώνουμε | ||
β' πληθ. | φωσφατώνετε | φωσφατώνατε | θα φωσφατώνετε | να φωσφατώνετε | φωσφατώνετε | |
γ' πληθ. | φωσφατώνουν(ε) | φωσφάτωναν φωσφατώναν(ε) |
θα φωσφατώνουν(ε) | να φωσφατώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φωσφάτωσα | θα φωσφατώσω | να φωσφατώσω | φωσφατώσει | ||
β' ενικ. | φωσφάτωσες | θα φωσφατώσεις | να φωσφατώσεις | φωσφάτωσε | ||
γ' ενικ. | φωσφάτωσε | θα φωσφατώσει | να φωσφατώσει | |||
α' πληθ. | φωσφατώσαμε | θα φωσφατώσουμε | να φωσφατώσουμε | |||
β' πληθ. | φωσφατώσατε | θα φωσφατώσετε | να φωσφατώσετε | φωσφατώστε | ||
γ' πληθ. | φωσφάτωσαν φωσφατώσαν(ε) |
θα φωσφατώσουν(ε) | να φωσφατώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φωσφατώσει | είχα φωσφατώσει | θα έχω φωσφατώσει | να έχω φωσφατώσει | ||
β' ενικ. | έχεις φωσφατώσει | είχες φωσφατώσει | θα έχεις φωσφατώσει | να έχεις φωσφατώσει | ||
γ' ενικ. | έχει φωσφατώσει | είχε φωσφατώσει | θα έχει φωσφατώσει | να έχει φωσφατώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φωσφατώσει | είχαμε φωσφατώσει | θα έχουμε φωσφατώσει | να έχουμε φωσφατώσει | ||
β' πληθ. | έχετε φωσφατώσει | είχατε φωσφατώσει | θα έχετε φωσφατώσει | να έχετε φωσφατώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φωσφατώσει | είχαν φωσφατώσει | θα έχουν φωσφατώσει | να έχουν φωσφατώσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωσφατώνω
|