φυσιολατρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυσιολατρικός < φυσιολατρία / φυσιολάτρης + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαφυσιολατρικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη φυσιολατρία ή τον φυσιολάτρη ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- φυσιολατρικά
- → δείτε τις λέξεις φυσιολάτρης, φύση και λατρεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία φυσιολατρικός
|