Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φυσιολατρία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
φυσιολατρί
α
οι
φυσιολατρί
ες
γενική
της
φυσιολατρί
ας
των
φυσιολατρι
ών
αιτιατική
τη
φυσιολατρί
α
τις
φυσιολατρί
ες
κλητική
φυσιολατρί
α
φυσιολατρί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φυσιολατρία
<
φυσιολάτρης
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φυσιολατρία
θηλυκό
η
αγάπη
προς τη
φύση
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
φυσιολάτρης
,
φύση
και
λατρεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φυσιολατρία
γαλλικά
:
culte
(fr)
de la
nature
(fr)