φυλακίτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
φῠλᾰκῑτ- | |||||
ονομαστική | ὁ | φυλακίτης | οἱ | φυλακῖται | |
γενική | τοῦ | φυλακίτου | τῶν | φυλακιτῶν | |
δοτική | τῷ | φυλακίτῃ | τοῖς | φυλακίταις | |
αιτιατική | τὸν | φυλακίτην | τοὺς | φυλακίτᾱς | |
κλητική ὦ! | φυλακῖτᾰ | φυλακῖται | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φυλακίτᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | φυλακίταιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφῠλᾰκῑ́της ουδέτερο
- ο φυλακισμένος, ο κλεισμένος στη φυλακή
- (Στην Αίγυπτο) το όργανο της τάξεως, ο αστυνομικός
- (Στον πληθυντικό) οἱ φῠλᾰκῑ͂ται: η αιγυπτιακή αστυνομία
- Πάπυρος [1]
- καὶ τοῦτον συλλαβὼν ἐν Φιλαδελφείαι παραδεδωκέναι τοῖς φυλακίταις. καλῶς οὖν ποιήσεις γράψας Ζήνωνι συντάξαι τοῖς φυλακίταις ἀποκατα[σ]τ̣ῆ̣σ̣αι τὸ σῶμα ἐπί σε.
- Πάπυρος [1]
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φυλακίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.