Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φτωχοφαμελίτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
φτωχοφαμελίτ
ης
οι
φτωχοφαμελίτ
ες
γενική
του
φτωχοφαμελίτ
η
—
αιτιατική
τον
φτωχοφαμελίτ
η
τους
φτωχοφαμελίτ
ες
κλητική
φτωχοφαμελίτ
η
φτωχοφαμελίτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φτωχοφαμελίτης
<
φτωχο-
+
φαμελ(ιά)
+
-ίτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φτωχοφαμελίτης
αρσενικό
(
θηλυκό
:
φτωχοφαμελίτισσα
)
ο πατέρας που έχει μια
φτωχοφαμελιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φτωχοφαμελίτης
αγγλικά
:
poor
(en)
,
pauper
(en)
,
destitute
(en)
,
indigent
(en)
γαλλικά
:
pauvre
(fr)
εσπεράντο
:
malriĉulo
(eo)