φαμελιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φαμελιά | οι | φαμελιές |
γενική | της | φαμελιάς | των | φαμελιών |
αιτιατική | τη | φαμελιά | τις | φαμελιές |
κλητική | φαμελιά | φαμελιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαμελιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φαμελιά < λατινική familia
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαμελιά θηλυκό και φαμίλια
- (λαϊκότροπο) η οικογένεια
- Κι ο Σακαρέλος ήταν από μια από τις πρώτες φαμελιές του Βάλτου, από τους Χαλκιοπούλους μέσα. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου )
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαμελιά
→ δείτε τη λέξη οικογένεια |