φτωχοφαμελίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φτωχοφαμελίτισσα < φτωχοφαμελίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφτωχοφαμελίτισσα θηλυκό
- μητέρα που έχει μια φτωχοφαμελιά, θηλυκό του φτωχοφαμελίτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία φτωχοφαμελίτισσα
|