φτενός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φτενός | η | φτενή | το | φτενό |
γενική | του | φτενού | της | φτενής | του | φτενού |
αιτιατική | τον | φτενό | τη | φτενή | το | φτενό |
κλητική | φτενέ | φτενή | φτενό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φτενοί | οι | φτενές | τα | φτενά |
γενική | των | φτενών | των | φτενών | των | φτενών |
αιτιατική | τους | φτενούς | τις | φτενές | τα | φτενά |
κλητική | φτενοί | φτενές | φτενά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φτενός < μεσαιωνική ελληνική φτενός < πτενός (διαφανής, φτερωτός) < αρχαία ελληνική πτηνός
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
φτενός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πτηνό