Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φτενόφλουδος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φτενόφλουδ
ος
η
φτενόφλουδ
η
το
φτενόφλουδ
ο
γενική
του
φτενόφλουδ
ου
της
φτενόφλουδ
ης
του
φτενόφλουδ
ου
αιτιατική
τον
φτενόφλουδ
ο
τη
φτενόφλουδ
η
το
φτενόφλουδ
ο
κλητική
φτενόφλουδ
ε
φτενόφλουδ
η
φτενόφλουδ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φτενόφλουδ
οι
οι
φτενόφλουδ
ες
τα
φτενόφλουδ
α
γενική
των
φτενόφλουδ
ων
των
φτενόφλουδ
ων
των
φτενόφλουδ
ων
αιτιατική
τους
φτενόφλουδ
ους
τις
φτενόφλουδ
ες
τα
φτενόφλουδ
α
κλητική
φτενόφλουδ
οι
φτενόφλουδ
ες
φτενόφλουδ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φτενόφλουδος
<
φτενός
+
φλούδα
Επίθετο
επεξεργασία
φτενόφλουδος, η, ο
ο λεπτόφλουδος καρπός, ο ψιλόφλουδος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φτενόφλουδος