Δείτε επίσης: φρεγάτα, φεγγαράδα
 
η φρεγάδα Apurímac (Περού, 1855)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φρεγάδα οι φρεγάδες
      γενική της φρεγάδας των φρεγαδών
    αιτιατική τη φρεγάδα τις φρεγάδες
     κλητική φρεγάδα φρεγάδες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φρεγάδα < (άμεσο δάνειο) βενετική fregada < ιταλική fregata (ίσως < λατινική aphractus < αρχαία ελληνική ἄφρακτος[1] (ναῦς) (αντιδάνειο))

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fɾeˈɣa.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρε‐γά‐δα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φρεγάδα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.