φρεγάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φρεγάδα | οι | φρεγάδες |
γενική | της | φρεγάδας | των | φρεγαδών |
αιτιατική | τη | φρεγάδα | τις | φρεγάδες |
κλητική | φρεγάδα | φρεγάδες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φρεγάδα < (άμεσο δάνειο) βενετική fregada < ιταλική fregata (ίσως < λατινική aphractus < αρχαία ελληνική ἄφρακτος[1] (ναῦς) (αντιδάνειο))
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fɾeˈɣa.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρε‐γά‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφρεγάδα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) (μεταφορικά) άλλη μορφή του φρεγάτα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- φρεγάδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία φρεγάδα
|
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.