φρίζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φρίζα | οι | φρίζες |
γενική | της | φρίζας | των | (φριζών) |
αιτιατική | τη | φρίζα | τις | φρίζες |
κλητική | φρίζα | φρίζες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- φρίζα < (άμεσο δάνειο) γαλλική frise + -α [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈfɾi.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρί‐ζα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφρίζα θηλυκό
- διακοσμητικό διάζωμα σε έπιπλο ή τοίχο, η ζωφόρος
- ※ Πάνω στὴ φρίζα τοῦ μεγάλου σαλονιοῦ ἐναλλασσόταν πράσινα στεφάνια μὲ μικροσκοπικὲς ἀρχαῖες πανοπλίες. (Κοσμάς Πολίτης, Eroica, Αθήνα 1938)
- κομμάτι από σγουρό διακοσμητικό ύφασμα στον θόλο της σκηνής θέατρου
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζωφόρος
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφρίζα
- (ελληνοαμερικανικά) το ψυγείο ή ο καταψύκτης
- ↪ Ενοικιάζεται δυομισάρι με στόφα και φρίζα.
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φρίζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας